lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έμφαση στα ουκρανικά

Λέξη:
έμφαση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
акцент, бентежити, виразність, збентежити, збентежувати, наголос, наголошення, наголошування, натиск, натискування, тиск, тривога, тривожити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έμφαση, φροντιστήριο έμφαση, φιλελεύθερη έμφαση, έμφαση συνώνυμο, έμφαση συνώνυμα, έμφαση στην τέχνη, έμφαση στα ουκρανικά, акцент στα ελληνικά
έμφαση στα ουκρανικά