lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έντερο στα ουκρανικά

Λέξη:
έντερο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
кишка, близький, властивий, внутрішній, внутрішньодержавний, інтимний, істотний, притаманний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έντερο, έντερο συμπτώματα, έντερο στα αγγλικά, έντερο πόνος, έντερο παθήσεις, έντερο μήκος, έντερο στα ουκρανικά, кишка στα ελληνικά
έντερο στα ουκρανικά