lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αβέβαιος στα ουκρανικά

Λέξη:
αβέβαιος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
брудний, випадковий, двозначний, лівша, мнимий, невизначений, ненадійний, неоднозначний, неозначений, нестійкий, неясний, позірний, посилаються, підозрілий, сумнівний, тремтячий, тінистий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αβέβαιος, βέβαιος συνώνυμο, αβέβαιος συνωνυμα, αβέβαιος στα ουκρανικά, брудний στα ελληνικά
αβέβαιος στα ουκρανικά