lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγγελιοφόρος στα ουκρανικά

Λέξη:
αγγελιοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
бігун, відправити, гонець, естафета, носій, посада, посилати, посланець, посланник, посол, пост, пошта, поштовий, розклеювати, розклеїти, стовп, щогла
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αγγελιοφόρος, αγγελιοφόρος του κινήματος των αμεα, αγγελιοφόρος μικρές αγγελίες, αγγελιοφόρος κυριακής, αγγελιοφόρος θέσεις εργασίας, αγγελιοφόρος εφημερίδα θεσσαλονίκη, αγγελιοφόρος στα ουκρανικά, бігун στα ελληνικά
αγγελιοφόρος στα ουκρανικά