lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδέξιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αδέξιος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
desajeitado, desastrado, torpe, incómodo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αδέξιος, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιος δεξιός, αδέξιος στα πορτογαλικά, desajeitado στα ελληνικά
αδέξιος στα πορτογαλικά