lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αδέξιος στα ουκρανικά

Λέξη:
αδέξιος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
вайлуватий, деспотичний, кутова, кутове, кутовий, наріжний, невмілий, недотепний, незграбний, незугарний, неспокійний, неспритний, ніяковий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αδέξιος, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιος δεξιός, αδέξιος στα ουκρανικά, вайлуватий στα ελληνικά
αδέξιος στα ουκρανικά