lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυταρχικός στα ουκρανικά

Λέξη:
αυταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
автократичний, владний, диктаторський, доконечний, категоричний, могутній, нагальний, панування, пильний, самодержавний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αυταρχικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός στα ουκρανικά, автократичний στα ελληνικά
αυταρχικός στα ουκρανικά