lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυταρχικός στα ρωσικά

Λέξη:
αυταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
властен, властны, властный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αυταρχικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός στα ρωσικά, властен στα ελληνικά
αυταρχικός στα ρωσικά