lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαζάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
βαζάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
глек, глечик, деренчання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βαζάκι, μπομπονιέρες βαζάκι, μπομπονιέρα βαζάκι, βαζάκι καραμέλα γάλακτος, βαζάκι γυάλινο, βαζάκι γλυκού, βαζάκι στα ουκρανικά, глек στα ελληνικά
βαζάκι στα ουκρανικά