lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελόνα στα ουκρανικά

Λέξη:
βελόνα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
голка, коліть, хребет
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βελόνα, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα στα άχυρα στίχοι, βελόνα στα άχυρα, βελόνα πικάπ, βελόνα ονειροκρίτης, βελόνα στα ουκρανικά, голка στα ελληνικά
βελόνα στα ουκρανικά