lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπραγμάτευση στα ουκρανικά

Λέξη:
διαπραγμάτευση (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
диспозиція, збут, збутовий, маркетинг, натура, продаж, розміщення, розпорядження, розпродаж, розташування, схильність, усвідомлення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευση συνώνυμο, διαπραγμάτευση συνώνυμα, διαπραγμάτευση στεγαστικού δανείου, διαπραγμάτευση ορισμόσ, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση στα ουκρανικά, диспозиція στα ελληνικά
διαπραγμάτευση στα ουκρανικά