lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διερμηνέας στα ουκρανικά

Λέξη:
διερμηνέας (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
інтерпретатор, перекладач, транслятор
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διερμηνέας, διερμηνέασ τησ πύλησ, διερμηνέας στα αγγλικά, διερμηνέας σε συμβόλαιο, διερμηνέας ρωσικών, διερμηνέας παρίσι, διερμηνέας στα ουκρανικά, інтерпретатор στα ελληνικά
διερμηνέας στα ουκρανικά