lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα ρωσικά

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
аннулировать, кассировать, отменить, прокомпостировать, отменять, сносить, терпеть, упразднять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα ρωσικά, аннулировать στα ελληνικά
ακυρώνω στα ρωσικά