lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεία στα ουκρανικά

Λέξη:
δουλεία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
неволя, рабство, залежність, кріпацтво, кріпосництво, поневолення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δουλεία, δουλεία στο εξωτερικό, δουλεία στην αρχαιότητα, δουλεία σημερα, δουλεία οδού, δουλεία νομικος ορος, δουλεία στα ουκρανικά, неволя στα ελληνικά
δουλεία στα ουκρανικά