lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισροή στα ουκρανικά

Λέξη:
εισροή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
достаток, затоплення, майоріти, махнути, напливши, повінь, поставити, поставляти, постачання, постачати, приплив, притока, притоку, розвіватися, рубець, хвиля, шрам, їдок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εισροή, εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό, εισροή στα ουκρανικά, достаток στα ελληνικά
εισροή στα ουκρανικά