lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
existir, ficar, habitar, manter, morar, permanecer, quedar, quedares, residir, restar, ter, tornar-se, vibre, viver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα πορτογαλικά, existir στα ελληνικά
μένω στα πορτογαλικά