lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξάρτηση στα ουκρανικά

Λέξη:
εξάρτηση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
відношення, залежність, колонія, кріпосництво, рабство, родич
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εξάρτηση, εξάρτηση συνώνυμο, εξάρτηση ορισμός, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση ετυμολογία, εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση στα ουκρανικά, відношення στα ελληνικά
εξάρτηση στα ουκρανικά