lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
вадити, взаємодійте, впливати, завадити, маніпулювати, орудувати, прикиньтеся
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα ουκρανικά, вадити στα ελληνικά
επηρεάζω στα ουκρανικά