lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιχείρηση στα ουκρανικά

Λέξη:
επιχείρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
антрепренерство, зайнятість, концерн, опрацювання, підприємливість, підприємство, розбудова, розвинення, розвиток, розгортання, справа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιχείρηση, επιχείρηση φάρμα, επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων, επιχείρηση μπαρμπαρόσα, επιχείρηση κόκκινη προβιά, επιχείρηση κιμάς, επιχείρηση στα ουκρανικά, антрепренерство στα ελληνικά
επιχείρηση στα ουκρανικά