lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κεντώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κεντώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
вишивати, вишийте, вишити, гаптувати, шов
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κεντώ, πωσ κεντώ, κεντώ σταυροβελονια, κεντώ στα ουκρανικά, вишивати στα ελληνικά
κεντώ στα ουκρανικά