lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κεντώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embellish, embroider
κεντώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vyšít, vyšívat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschmücken, sticken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brodere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bordar, encarecer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
broder, colorer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricamare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brodere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вышивать, прикрашивать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brodera
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbukuroj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вышываць
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bordar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вишивати, вишийте, вишити, гаптувати, шов
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
haftować, koloryzować

Σχετικές λέξεις

κεντώ σταυροβελονια, πωσ κεντώ