lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλείσιμο στα ουκρανικά

Λέξη:
κλείσιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
близький, близько, вимкнути, завершення, закривати, закрити, закриття, запор, зачинення, зачинити, зачиняти, зупинка, розпуск, розірвання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κλείσιμο, κλείσιμο φωνής, κλείσιμο πόντων πλέξιμο, κλείσιμο λογαριασμού τράπεζας, κλείσιμο ερτ, κλείσιμο επιχείρησης, κλείσιμο στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
κλείσιμο στα ουκρανικά