lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοντός στα ουκρανικά

Λέξη:
κοντός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
близький, близько, завершення, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, компактний, короткий, скудний, стислий, стиснений, стиснутий, суворий, телеграфний, уривчастий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κοντός, κοντός ψαλμός αλληλούια, κοντός ψαλμός, κοντός χαλινός, κοντός σαλόνια, κοντός πρόεδρος εοπυυ, κοντός στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
κοντός στα ουκρανικά