lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρέμα στα ουκρανικά

Λέξη:
κρέμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
крем, вершковий, кремовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κρέμα, κρέμα προσώπου, κρέμα πατισερί, κρέμα ματιών, κρέμα λεμονιού, κρέμα καραμελέ, κρέμα στα ουκρανικά, крем στα ελληνικά
κρέμα στα ουκρανικά