lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάσπη στα ουκρανικά

Λέξη:
λάσπη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
багно, болото, бруд, вимити, випрати, гній, грязь, грязюка, грязюку, занедбаність, зіпсованість, калюжа, мити, митися, миття, мокротеча, мул, неохайність, осадок, помити, прати, протитечія, слизь, сльота, сльоту, спад, твань, тину, трясовина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λάσπη, λάσπη όνειρο, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στην χολή, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη στη χολή και διατροφή, λάσπη στα ουκρανικά, багно στα ελληνικά
λάσπη στα ουκρανικά