lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπούκλα στα ουκρανικά

Λέξη:
μπούκλα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
замикати, замкнути, замок, запирати, кільце, ланка, локон, сполучення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπούκλα, χαλαρή μπούκλα, μπούκλα δήμητρα, η μπούκλα, βασιλική μπούκλα, βάσω μπούκλα, μπούκλα στα ουκρανικά, замикати στα ελληνικά
μπούκλα στα ουκρανικά