lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νυσταγμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
νυσταγμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
летаргічний, млявий, сонний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νυσταγμένος, νυσταγμένος στα ουκρανικά, летаргічний στα ελληνικά
νυσταγμένος στα ουκρανικά