lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξιφολόγχη στα ουκρανικά

Λέξη:
ξιφολόγχη (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
адвокатура, багнет, бар, брусок, буфет, заборонити, забороняти, зливок, перегороджувати, перегородити, плитка, плювати, плюнути, плюється, смуга, штик
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ξιφολόγχη, ξιφολόγχη μ1, ξιφολόγχη γκρα, ξιφολόγχη αγορα, ξιφολόγχη m9, ξιφολόγχη m16, ξιφολόγχη στα ουκρανικά, адвокатура στα ελληνικά
ξιφολόγχη στα ουκρανικά