lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύς στα ουκρανικά

Λέξη:
οξύς (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
витончений, гостра, гостре, гострий, довгоголовий, кмітливий, прозорливий, проколювання, пронизливий, пронизуватий, проникливий, проникнення, розколення, розсудливий, розумний, різкий, сильний, тонкий, хитрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οξύς, οξύς τοκετός, οξύς πόνος στο στομάχι, οξύς πόνος στο κεφάλι, οξύς πόνος στο γόνατο, οξύς πόνος στο αυτί, οξύς στα ουκρανικά, витончений στα ελληνικά
οξύς στα ουκρανικά