lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιέζω στα ουκρανικά

Λέξη:
πιέζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
варення, випрасувати, давити, давка, джем, затискати, затиснути, надавити, натискати, натиснути, прасувати, прес, преса, придушення, стискати, стискувати, стиснути, тиснути, топтання, чавити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πιέζω, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω στα ουκρανικά, варення στα ελληνικά
πιέζω στα ουκρανικά