lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέμω στα ρωσικά

Λέξη:
τρέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
вздрагивать, драть, дрожать, знобить, качать, колебать, мелькать, мигать, отрывать, подергивать, подрагивать, подёргивать, рвать, трепетать, шатать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τρέμω, τρέμω συνώνυμα, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω στη σκέψη, τρέμω ρέμος στίχοι, τρέμω ρέμος, τρέμω στα ρωσικά, вздрагивать στα ελληνικά
τρέμω στα ρωσικά