lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλοίο στα ουκρανικά

Λέξη:
πλοίο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
апарат, банкір, виріб, замок, корабел, корабель, крейсер, одиниця, посудина, підрозділ, ремесло, садовод, спритність, стілець, судно, табурет, табуретка, установка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλοίο, πλοίο – κοντέινερ κάνει... roller coaster σε κύματα - τέρατα, πλοίο φάντασμα, πλοίο πατρίς, πλοίο ονειροκρίτης, πλοίο ματαρόα, πλοίο στα ουκρανικά, апарат στα ελληνικά
πλοίο στα ουκρανικά