lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδαίος στα ουκρανικά

Λέξη:
σπουδαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (34):
багатозначний, ваговитий, вагомий, важливий, важний, великий, визначний, виразний, відповідальний, відповідати, гарцювання, завдаток, запорука, знаменний, значний, могила, навмисний, надійний, одутлий, педантичний, поважний, повчальний, порука, реальний, серйозний, сумний, суттєвий, умисний, урочистий, фатальний, цілеспрямований, цільовий, чималий, істотний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σπουδαίος, σπουδαίοσ λόγοσ καταγγελίασ, σπουδαίοσ λόγοσ, σπουδαίος συνώνυμα, σπουδαίος λόγος καταγγελίας σύμβασης εργασίας, σπουδαίος λόγος καταγγελίας μίσθωσης, σπουδαίος στα ουκρανικά, багатозначний στα ελληνικά
σπουδαίος στα ουκρανικά