lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέψη στα ουκρανικά

Λέξη:
στέψη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
коронація, коронування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στέψη, στέψη φράγματος, στέψη του ναπολέοντα, στέψη της ποππαίας, στέψη ναπολέοντα, στέψη καρλομάγνου, στέψη στα ουκρανικά, коронація στα ελληνικά
στέψη στα ουκρανικά