στέψη στα αγγλικά στέψη στα τσεχική στέψη στα γερμανικά στέψη στα δανική στέψη στα ισπανικά στέψη στα γαλλικά στέψη στα νορβηγικά στέψη στα ρωσικά στέψη στα λευκορωσίας στέψη στα ουγγρική στέψη στα ουκρανικά
υπερβολικός στα ουκρανικά εργασία στα δανική αναγκαίος στα τσεχική έφοδος στα πορτογαλικά καλοριφέρ στα πολωνική
έφοδος στη βίλα πάλλη εργασία πάτρα αναγκαίος συνώνυμο υπερβολικός λογαριασμός δεη καλοριφέρ mica