lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στιγμή στα ουκρανικά

Λέξη:
στιγμή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
додатковий, докладний, другий, другорядний, дрібний, мерехтіти, мигання, миготіння, мигтіти, мить, момент, начерк, незначний, по-друге, повторний, подув, підкріпити, підкріпляти, підтримати, підтримувати, секунда, фактор, хвилина, хвилинка, час, чинник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στιγμή, στιγμή της αλήθειας, στιγμή συνώνυμο, στιγμή συνώνυμα, στιγμή σε στιγμή καιρος, στιγμή μου, στιγμή στα ουκρανικά, додатковий στα ελληνικά
στιγμή στα ουκρανικά