lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνάδελφος στα ουκρανικά

Λέξη:
συνάδελφος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
друг, компаньйон, мат, однокласник, помічник, приятель, простак, співкурсник, співробітник, товариш, товаришка, хлопець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συνάδελφος, συνάδελφος ορισμός, συνάδελφος ονειροκρίτης, συνάδελφος μετάφραση, συνάδελφος κλίση, συνάδελφος ετυμολογία, συνάδελφος στα ουκρανικά, друг στα ελληνικά
συνάδελφος στα ουκρανικά