lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταλαιπωρία στα ουκρανικά

Λέξη:
ταλαιπωρία (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
брак, вада, досада, занепокоєння, краб, невигода, негаразди, недолік, незручність, неприємність, нестатки, ніяковість, халепа, хиба, шкода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ταλαιπωρία, ταλαιπωρία συνώνυμα, ταλαιπωρία στην αθηνών-κορίνθου μετά την γκάφα του 100, ταλαιπωρία στα αγγλικά, ταλαιπωρία μετάφραση, ταλαιπωρία translate, ταλαιπωρία στα ουκρανικά, брак στα ελληνικά
ταλαιπωρία στα ουκρανικά