lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πράξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
act, action, certificate, chance-medley, deed, indictment, marriage, nude, nudity, volition
πράξη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
akce, akt, boj, děj, dějství, fakt, holý, jednání, konání, listina, nahota, nahotina, nahý, průkaz, působení, skutek, vliv, výkon, úkon, čin, činnost, číslo, žaloba
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akt, akte, aktenstück, aktion, aufzug, dossiers, handlung, tat, urkunde, werk, wirkung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
akt, aktion, bedrift, dokument, dåd, gerning, handling, nøgen, vielsesattest
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
academia, acción, acta, acto, corito, desnudo, escritura, hazaña, hecho, jornada
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acte, action, charte, choisies, exploit, fait, instrument, mesquinerie, méfait, nu, numéro, oeuvre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atto, azione, brullo, disadorno, effetto, fatto, nudo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aksjon, akt, bedrift, bragd, dokument, dåd, gjerning, gjøremål, gærning, handling, naken, prestasjon, verk, vielsesattest
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акт, голый, действие, деяние, поступок, теракт
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
akt, aktstycke, bedrift, bragd, certifikat, dokument, dåd, gärning, handling, urkund
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veprim, vepër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акт, действие, подвиг
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
акт, учынак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
alasti, tegu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alaston, asiakirja, paljas, teko, todistus, toiminta, vaikutus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akcija, djelo, nag, radnja, čin
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
akció, akt, bevetés, cselekedet, cselekmény, felvonás, gonosztett, részvény, tett
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nuogas, veiksmas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acabo, acciona, acta, acto, acção, desaforo, desnudo, despido, escritura, nu
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
act, acţiune, fapt
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
akt
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акт, акція, виконання, вистава, виступ, вчинок, дія, діяльність, діяти, ефект, закон, збори, поводитися, позов, початок, продуктивність, розглядання, скликання, слухання, спектакль, учинок, чинити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
akt, czyn, uczynek

Σχετικές λέξεις

πράξη εφαρμογής, πράξη υπουργικού συμβουλίου, πράξη αναλογισμού, πράξη νομοθετικού περιεχομένου, πράξη εκτελωνισμού, πράξη επτά, πράξη εφαρμογής εισφορά σε χρήμα, πράξη χαρακτηρισμού, πράξη νομοθετικού περιεχομένου 2012, πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών