lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρυπάνι στα ουκρανικά

Λέξη:
τρυπάνι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
бурав, вкушений, вправа, натаскувати, перфоратор, свердел, свердло, тренування, тренувати, частка, шматочок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τρυπάνι, τρυπάνι χειρός, τρυπάνι κοβαλτίου, τρυπάνι εδάφουσ, τρυπάνι για τετράγωνες τρύπες, τρυπάνι για πλακάκια, τρυπάνι στα ουκρανικά, бурав στα ελληνικά
τρυπάνι στα ουκρανικά