lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τσιμπώ στα ουκρανικά

Λέξη:
τσιμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
ковток, кусати, кусатися, прищикнути, прищикувати, прищипнути, прищипувати, укус, укусити, ущипнути, шматок, щипати, щипнути, японець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τσιμπώ, τσιμπώ στα ουκρανικά, ковток στα ελληνικά
τσιμπώ στα ουκρανικά