lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φοιτήτρια στα ουκρανικά

Λέξη:
φοιτήτρια (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
вихованець, зіниця, послідовник, робітник, учениця, учень, школяр, школярик
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φοιτήτρια, φοιτήτρια του τει λάρισας σε προσωπικές στιγμές, φοιτήτρια στη πάτρα αναστάτωσε κεντρικό μπαρ δείτε τι έκανε, φοιτήτρια που γδύθηκε μέσα στην τάξη, φοιτήτρια οδοντιατρικής, φοιτήτρια μοιραίου λεωφορείου, φοιτήτρια στα ουκρανικά, вихованець στα ελληνικά
φοιτήτρια στα ουκρανικά