lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φοιτήτρια στα δανική

Λέξη:
φοιτήτρια (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
discipel, elev, lærling, student, studerende, tilhænger
Σχετικές λέξεις:
δανική φοιτήτρια, φοιτήτρια του τει λάρισας σε προσωπικές στιγμές, φοιτήτρια στη πάτρα αναστάτωσε κεντρικό μπαρ δείτε τι έκανε, φοιτήτρια που γδύθηκε μέσα στην τάξη, φοιτήτρια οδοντιατρικής, φοιτήτρια μοιραίου λεωφορείου, φοιτήτρια στα δανική, discipel στα ελληνικά
φοιτήτρια στα δανική