lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χάρισμα στα ουκρανικά

Λέξη:
χάρισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
вигода, вклад, д-ра, дар, дарування, дарунок, добро, дотація, займатися, здатність, здібність, компетентність, компетенція, можливість, місткість, наділення, нюх, пожертва, пожертвування, потужність, правомочність, придатність, складка, спроможність, субвенція, субсидія, схильність, факультет, частувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χάρισμα, χάρισμα φίλων, χάρισμα ταινία, χάρισμα σκυλιών, χάρισμα σιδήρου, χάρισμα ρούχων, χάρισμα στα ουκρανικά, вигода στα ελληνικά
χάρισμα στα ουκρανικά