lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψεκάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
ψεκάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
випаруйтеся, марнувати, розбризкайте, розганяти, роздрібніть, розігнати, розкидайте, розкидати, розпорошувати, товчіть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ψεκάζω, ψεκάζω στα ουκρανικά, випаруйтеся στα ελληνικά
ψεκάζω στα ουκρανικά