lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψεκάζω στα τσεχική

Λέξη:
ψεκάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
atomizovat, rozdrtit, rozmělnit, rozprášit, rozprašovat, rozptylovat, stříkat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ψεκάζω, ψεκάζω στα τσεχική, atomizovat στα ελληνικά
ψεκάζω στα τσεχική