lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παραβάλλω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collate, compare, compile, liken
παραβάλλω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
porovnat, přirovnat, sestavit, složit, srovnat, srovnávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufstellen, vergleichen, zusammengesetzt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ligne, sammenligne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comparar, conferir, confrontar, cotejar, yuxtaponer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assortir, collationner, combiner, comparer, confronter, construire, juxtaposer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confrontare, paragonare, raffrontare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jevnføre, ligne, sammenligne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сличать, сличить, соизмерить, сопоставить, составить, сравнивать, сравнить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jämföra
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krahasoj
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
võrdlema
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verrata, vertailla
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egybevetni, összehasonlít, összehasonlítani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comparar, confrontar, cotejar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
compara
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
porównać, porównywać, zestawić

Σχετικές λέξεις

παραβάλλω κλίση, προβαλλω λεξικο