αποπνικτικός στα αγγλικά αποπνικτικός στα τσεχική αποπνικτικός στα γερμανικά αποπνικτικός στα δανική αποπνικτικός στα ισπανικά αποπνικτικός στα γαλλικά αποπνικτικός στα ιταλικά αποπνικτικός στα νορβηγικά αποπνικτικός στα ρωσικά αποπνικτικός στα σουηδικά αποπνικτικός στα λευκορωσίας αποπνικτικός στα φινλανδικά αποπνικτικός στα ουγγρική αποπνικτικός στα ουκρανικά
νότος στα πολωνική κατάσκοπος στα φινλανδικά τρόπαιο στα τσεχική αγνός στα ιταλικά τύφλωση στα γαλλικά
τύφλωση ορισμός κατάσκοπος νέλλη νότος πάτρα αγνός αντίθετα λεωνίδα τρόπαιο