lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βράζω στα πολωνική

Λέξη:
βράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
fermentować, gotować, kipieć, wrzeć, wykipieć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική βράζω, βράζω χόρτα, βράζω στο ζουμί μου, βράζω ρύζι, βράζω παντζάρια, βράζω μπρόκολο, βράζω στα πολωνική, fermentować στα ελληνικά
βράζω στα πολωνική