lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα νορβηγικά

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
bred, løs, omfattende, sid, veldig, vid, rommelig, spatiøs
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ευρύχωρος, ευρύχωρος στα νορβηγικά, bred στα ελληνικά
ευρύχωρος στα νορβηγικά